- ταριχοπώλιον
- τᾰρῑχο-πώλιον, τό,A salt-fish-market, IG22.1645.14, Thphr.Char.6.9, Inscr.Magn. 116.35 (ii A.D.), Gloss.; also [suff] τᾰρῑχο-πωλεῖον, ib., Sch.Ar.Eq.1244.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταριχοπώλιον — και ταριχοπωλεῑον, τὸ, Α [ταριχοπώλης] χώρος πώλησης παστών ψαριών … Dictionary of Greek
ταριχοπώλια — ταριχοπώλιον salt fish market neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)